- προτιμοτέρα
- προτῑμοτέρᾱ , πρότιμοςmost honouredfem nom/voc/acc comp dualπροτῑμοτέρᾱ , πρότιμοςmost honouredfem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προτιμοτέρᾳ — προτῑμοτέρᾱͅ , πρότιμος most honoured fem dat comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτιμότερα — προτῑμότερα , πρότιμος most honoured neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλλιος — α, ο (Μ κάλλιος, α, ον) 1. καλύτερος, ανώτερος, προτιμότερος 2. (το ουδ. εν. και και πληθ. ως επίρρ.) κάλλιο και κάλλια και καλλιά καλύτερα, προτιμότερα νεοελλ. 1. φρ. «κάλλιο έχω» προτιμώ 2. παροιμ. α) «κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και… … Dictionary of Greek
καλύτερος — η, ο πιο καλός, σε σύγκριση με κάποιον άλλο. επίρρ... καλύτερα 1. πιο καλά, προτιμότερα («καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή») 2. φρ. α) «είμαι καλύτερα» ή «πάω καλύτερα» βελτιώνεται η υγεία μου ή η κατάστασή… … Dictionary of Greek
πέντε — ΝΑ, αιολ. τ. πέμπε Α άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο δηλώνει την ποσότητα που προκύπτει όταν σε τέσσερεις μονάδες προστεθεί άλλη μία, καθώς και το σύμβολό του νεοελλ. 1. (με άρθρ. ουδ. ως ουσ.) το πέντε καθετί που φέρει αυτόν τον αριθμό… … Dictionary of Greek
προτιμότερος — η, ο, Ν 1. αυτός που προτιμάται περισσότερο, αυτός που είναι περισσότερο άξιος αποδοχής 2. (το ουδ. ως επίρρ.) προτιμότερο καλύτερα («είναι προτιμότερο να φύγω αυτή τη στιγμή»). επίρρ... προτιμότερα Ν κατά τρόπο προτιμότερο, καλύτερα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ιοντοανταλλάκτες — Στερεές φυσικές ή συνθετικές ουσίες, ουσιαστικά αδιάλυτες, που έχουν τα χαρακτηριστικά ενός οξέος (ανταλλάκτες κατιόντων) ή μιας βάσης (ανταλλάκτες ανιόντων) και χρησιμοποιούνται για την ανταλλαγή ιόντων από διαλύματα ηλεκτρολυτών. Οι ι. μπορεί… … Dictionary of Greek
κλωνοποίηση — Η πρωταρχική σημασία του όρου υποδηλώνει την παραγωγή απογόνων πανομοιότυπης γενετικής σύστασης με εκείνη του γονέα, μέσω της διαδικασίας της αγενούς αναπαραγωγής, δηλαδή τον τρόπο αναπαραγωγής που απαιτεί την παρουσία ενός μόνο γονέα και γίνεται … Dictionary of Greek
διαλέγω — διάλεξα, διαλέχτηκα, διαλεγμένος 1. επιλέγω τα καλύτερα ή προτιμότερα στοιχεία ενός συνόλου, κάνω εκλογή. 2. η μτχ., διαλεγμένος ξεχωριστός, επιλεγμένος, άριστος: Ο μανάβης μας έχει πάντοτε διαλεγμένα φρούτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάλλιος — α, ο συγκρ. του επιθ. καλός καλύτερος, ανώτερος: Μας λείπει ο κάλλιος του σπιτιού κι ο πρωτονοικοκύρης. Επίρρ. κάλλιο και κάλλια καλύτερα, προτιμότερα: Κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)